- καταιδεσθέντες
- καταιδέομαιfeel shameaor part pass masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρριώ — άω, ΜΑ μσν. έχω ερυθρή, κοκκινωπή όψη («ἐπυρρία τὸ εἶδος καὶ δυοῑν ἡμέραις ἀπόσιτος ὤν», Πρόκ.) αρχ. είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ιδίως από ντροπή («ὥσπερ καταιδεσθέντες τὸ γεγονὸς ἐπυρρίασαν», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» +… … Dictionary of Greek